γράφει ο Δημήτρης Μεκάσης

Μια κρέμα με λουκουμάδες ρε, και να είναι από τον Κικιλίντζα. 
Μια κρέμα με μπόλικο σιρόπι και κανά πέντε έξι λουκουμάδες από πάνω πασπαλισμένες με κανέλα. Και να είναι τότε, στις αρχές τις δεκαετίας του 1960. 
Τότε που δεν υπήρχαν και πολλά γλυκά και η κρέμα με λουκουμάδες αιωρούνταν στην φαντασία μας, μέχρι που ερχόταν το απόγευμα κάποιας Κυριακής. Και εμείς, η παρέα της γειτονιάς, παιδιά του δημοτικού σχολείου, τραβούσαμε για τον Κικιλίντζα. 
Τότε πριν χτιστεί στην απέναντι γωνία το ξενοδοχείο Λύγκος, πριν χαλάσουν την παλιά πλατεία. Τότε που μόνο ο κεντρικός δρόμος ήταν ασφαλτοστρωμένος. 
Μαγική λέξη, η λέξη «Κικιλίντζας» συνδεδεμένη με γιαούρτια, ρυζόγαλα και κρέμες με λουκουμάδες. 
Το γωνιακό μαγαζί του Κικιλίντζα, ανοιχτό όλη την ημέρα, αλλά με διαφορετική πελατεία καθώς περνούσαν οι ώρες της ημέρας. Το πρωί κάποιοι έτρωγαν το πρωινό τους: ψωμί με ζεστό γάλα. Πριν το μεσημέρι κάποιοι άλλοι έτρωγαν γιαούρτια, ενώ το ρυζόγαλο και οι κρέμες με λουκουμάδες καταναλώνονταν όλη την ημέρα. 
Το βράδυ σύχναζαν οι γέροι, που με ένα γιαουρτάκι και ψωμί, τα έλεγαν μεταξύ τους και μετά πήγαιναν για ύπνο. Οι περαστικοί πελάτες όμως ήταν περισσότεροι. Αυτοί αγόραζαν τα κεσεδάκια με το γιαούρτι και τραβούσαν για το σπίτι. Γιαούρτι για να φάει όλη η οικογένεια, καθώς τότε στο δείπνο έτρωγαν γιαούρτι με ψωμί για να έχουν ελαφρύ το στομάχι, ώστε να έχουν έναν ευχάριστο ύπνο. Εμείς προτιμούσαμε το απόγευμα κάποιας Κυριακής, καθώς η κίνηση ήταν περιορισμένη. 


Τότε δεν είχε κίνηση, καθώς άλλοι απολάμβαναν τον μεσημεριανό τους ύπνο, μερικοί άκουγαν αναμετάδοση των ποδοσφαιρικών αγώνων από το ραδιόφωνο και οι περισσότεροι ετοιμαζόταν για την βραδινή τους βόλτα στο κεντρικό. Τότε πηγαίναμε εμείς στον Κικιλίντζα και απολαμβάναμε αυτό που ποθούσαμε: κρέμα με λουκουμάδες.
Μπαίναμε στο μαγαζί σιωπηλοί, ο ένας πίσω από τον άλλον, κάπως ντροπαλά και δεν κάναμε φασαρία για να μη μας βγάλει έξω ο Κικιλίντζας. Φασαρίες δεν ήθελε στο μαγαζί. Πιάναμε ένα τραπέζι με θέα την πάροδο και περιμέναμε χωρίς να μιλάμε. 
Ο Κικιλίντζας με την άσπρη ποδιά του, που άρχιζε από το στήθος και τελείωνε κάτω από τα γόνατα, ερχόταν με ένα βρεγμένο σφουγγάρι στο χέρι και καθάριζε το μαρμάρινο τραπεζάκι. Μετά έπαιρνε την παραγγελία. Αμέσως επέστρεφε με ισάριθμα ποτήρια νερού και στην συνέχεια έφταναν οι κρέμες με τις λουκουμάδες. Τι μυρωδιά ήταν εκείνη! Βανίλια και κανέλα. Και τι θαυμάσια εικόνα να βλέπεις τις λουκουμάδες πάνω από την κρέμα αφάγωτες, να περιμένουν να αρπάξεις το κουταλάκι και να αρχίσεις να τρως. Έπρεπε όμως οι κινήσεις μας να είναι αργές και να δείχνομε πολιτισμένοι, έτσι όπως μας συμβούλευαν οι μάνες μας και οι δασκάλες μας.
Με αργή κίνηση το κουταλάκι φτυάριζε λίγη κρέμα και μια λουκουμάδα. Η πρώτη μπουκιά έφτανε στο στόμα. Απόλαυση, η τραγανή λουκουμάδα έσπανε από την πίεση των δοντιών και το σιρόπι έδινε μια ευχάριστη γεύση. Και μετά όλο και πιο γρήγορα το κουταλάκι γέμιζε και άδειαζε, μέχρι που στο πιάτο δεν έμενε τίποτε. Απίθανη γεύση, που σου άφηνε γλυκιά αίσθηση για αρκετή ώρα. 
Σειρά είχε το νερό, που αν και σερβίρονταν πρώτο, εμείς το πίναμε στο τέλος. Πληρώναμε μία και μισή δραχμή ο καθένας και φεύγαμε ήσυχα από το μαγαζί του Κικιλίντζα. Την πρώτη κουβέντα που λέγαμε, μόλις βγαίναμε στον δρόμο, ήταν ότι θα ξαναρθούμε την επόμενη Κυριακή.


Δημήτρης Μεκάσης