γράφει ο Δημήτρης Μεκάσης

Η ταμπέλα της ταβέρνας έγραφε «Η ωραία Ελλάς» αλλά ντόπιοι και ξένοι την ήξεραν ως «Η ταβέρνα της χήρας»
Για πολλά χρόνια ήταν η καλύτερη ταβέρνα της Φλώρινας. Γνωστή στο πανελλήνιο και στο εξωτερικό.

Η ταβέρνα «Η ωραία Ελλάς», του Λεωνίδα Δίσνιτσα, άνοιξε το 1935 και στεγαζόταν σε ένα από τα μαγαζιά της οικίας Βαγουρδή, στην οδό Παύλου Μελά. Στην αρχή δούλεψε με λίγους πελάτες.

Μια παρέα όμως, η παρέα του Δημήτρη Βουτσιάδη ήταν κάθε βράδυ στο μαγαζί πριν τον πόλεμο. Η παρέα αυτή ήταν γλεντζέδων παρέα. Με κιθάρες και μαντολίνα περνούσαν ευχάριστα τα βράδια τους. 
Εκτός τον Τάκο Βουτσιάδη συμμετείχαν σε αυτήν την παρέα ο Περικλής Βόικος, ο Μιχάλης Πατσούρης, ο Παντελής Παπαϊωακείμ, ο Μίμης Παπαδόπουλος, ο Ρούλης Γεωργόπουλος, ο Γιώργος Μεγαλομάστορας και αργότερα ο Γιώργος Πιτόσκας και ο Θεόδωρος Τσιγαρίδας. Αυτοί ήταν οι μόνιμοι θαμώνες της ταβέρνας του Δίσνιτσα τα πρώτα χρόνια.

Από το 1938, ο Σταύρος Γαϊτάνης, μικρός τότε, εργαζόταν ως σερβιτόρος. Συμμετείχε και αυτός στην βελτίωση του μενού της ταβέρνας, και κυρίως της σπλήνας, της γεμιστής σπλήνας, που τα επόμενα χρόνια από αυτήν έγινε πασίγνωστη η ταβέρνα «Η ωραία Ελλάς». Η παρέα των γλεντζέδων την αναζητούσαν, και ο Δίσνιτσας έκαμνε πάντα έναν ταβά με κομμάτια αρνίσιου κρέατος και μικρές σπλήνες γεμισμένες με σκορδάκι και κρεμμυδάκι. Ο Λεωνίδας Δίσνιτσας ήταν μάστορας στις γεμιστές σπλήνες και γι αυτό τον προτιμούσαν όλοι. Στην ταβέρνα έβρισκε κανείς λίγα και εκλεκτά. Πολλές φορές έψηνε και γουρουνόπουλα, αρνιά και κοτόπουλα στις σούβλες.

Το 1953 απεβίωσε ο Λεωνίδας Δίσνιτσας και την ταβέρνα ανέλαβε η χήρα του εκλιπόντος, η Ευαγγελία. Τότε πήρε το όνομα «Η Χήρα» και με αυτό το όνομα έγινε γνωστή τα επόμενα χρόνια. Η Βαγγελή προσπαθούσε να κρατήσει την ταβέρνα, με την ίδια ποιότητα. Το 1956 ανέλαβε βοηθός της ο εξάδελφός της, ο Σταύρος Γαϊτάνης, που από μικρός ασχολιόταν με την μαγειρική, αλλά και με το σερβίρισμα.

Η ταβέρνα έγινε πιο σύγχρονη, καθώς για την διατήρηση των τροφίμων προμηθεύτηκε ψυγείο. Δεν χρειάζονταν πια τα φανάρια διατήρησης τροφών και οι παγωνιέρες. Ο Σταύρος, η Βαγγελή και ο γιος της ο Ναούμης, παρόλο που ήταν μικρός, έβαλαν τα θεμέλια της νέας ταβέρνας. Ο Σταύρος γνωρίζοντας την συνταγή της γεμιστής σπλήνας, αυτής που πάντα έφτιαχνε ο Λεωνίδας Δίσνιτσας, και συμπληρώνοντας και αφαιρώντας υλικά κατάφερε να φτιάξει την περιβόητη «γεμιστή σπλήνα». Η Βαγγελή έφτιαχνε τα κεμπάπια και ο Ναούμης έγινε κάτι περισσότερο από ειδικός στα κρέατα. Αγόραζε τα καλύτερα κρέατα από τους χασάπηδες και με τις ώρες τα καθάριζε. Το συκώτι χωρίς φλέβες και το μοσχαρίσιο σουβλάκι καθαρό και χωρίς νεύρα. Ψώνιζαν τα καλύτερα κρέατα και πλήρωναν την ίδια στιγμή τους κρεοπώληδες. Αγόραζαν τα καλύτερα λαχανικά από τους παραγωγούς και τους μανάβηδες και γιαούρτι από τον Γιάννη τον γαλατά.

Από το 1958 η «γεμιστή σπλήνα» που έφτιαχνε ο Σταύρος Γαϊτάνης άρχισε να γίνεται γνωστή και πέρα από την Φλώρινα. Αυτοί που την διαφήμισαν ήταν οι παραγγελιοδόχοι, που επισκεπτόταν την Φλώρινα για επαγγελματικούς λόγους, αλλά και οι σιδηροδρομικοί που διανυκτέρευαν στη Φλώρινα. Από αυτούς έμαθαν και οι άλλοι για την γεμιστή σπλήνα της Φλώρινας και για την ταβέρνα της χήρας. Ο Σταύρος έφτιανε τις γεμιστές σπλήνες, από μοσχαρίσιες σπλήνες και λίγες αρνίσιες. Τις έβραζε και έβγαζε τις πέτσες. Έβραζε και τα εντόσθια και τα ψιλόκοβε. Όλα τα εντόσθια, εκτός από συκώτι. Δηλαδή γλυκάδια, καρδιά και νεφρούς από μοσχάρι. Τα ανακάτευε με κρεμμύδι, σκόρδο, ρίγανη, μαυροπίπερο, αλάτι και γέμιζε τις σπλήνες με ένα κουτάλι. Έκλεινε την τρύπα της σπλήνας με μια οδοντογλυφίδα. Τοποθετούσε τις γεμιστές σπλήνες σε μια κατσαρόλα. Λάδι, νερό, κόκκινο γλυκό πιπέρι και τις άφηνε να σιγοβράσουνε. Έτσι μαγειρεύονταν οι φημισμένες γεμιστές σπλήνες.
Το μενού της ταβέρνας ήταν λιτό, αλλά ποιοτικά άριστο. Σέρβιραν σπλήνα γεμιστή, μοσχαρίσια μοναδικά σουβλάκια, κεμπάπια, μπριζόλες χοιρινές και μοσχαρίσιες. Όλα τα κρέατα ψήνονταν στα κάρβουνα. Σέρβιραν βραστές πατάτες με ψιλοκομμένο κρεμμύδι, σαλάτες εποχής, χόρτα και τζατζίκι. Τα κρασιά, οι ρετσίνες και οι μπύρες όλα εμφιαλωμένα.

Η ταβέρνα μετακόμισε το 1969 στην πλατεία Γεωργίου Μόδη, σε ένα μαγαζί, δίπλα στα κανόνια, που χωρούσε δεκατέσσερα τραπεζάκια. Τα καλοκαίρια έβγαζαν όλα τα τραπεζάκια έξω, και οι πελάτες περίμεναν να αδειάσει κανένα τραπεζάκι για να γευτούνε και αυτοί τα μοναδικά εδέσματα της ταβέρνας.
Έκλεισε οριστικά το 1987, καθώς η Βαγγελή είχε γεράσει, ο Σταύρος είχε βγει στη σύνταξη και ο Ναούμης είχε βαρεθεί την δουλειά του ταβερνιάρη. Μια δουλειά που την έκαμνε από μικρό παιδί. Αφορμή στάθηκε μια προστριβή με το ΙΚΑ, και τα ρολά της ταβέρνας έκλεισαν για πάντα.

Και όμως η ταβέρνα «Η ωραία Ελλάς» ή όπως την γνώριζαν οι περισσότεροι «Της Χήρας», ή «Στον Ναούμη» όπως λέγαμε τα τελευταία χρόνια, ήταν η καλύτερη ταβέρνα, που αναγραφόταν και σε ξένους τουριστικούς οδηγούς. Ο αείμνηστος Ναούμης Δίσνιτσας έπρεπε να πουλήσει την ταβέρνα σε κάποιον νέο και να τον μυήσει στα μυστικά της μαγειρικής. Ένας νέος ταβερνιάρης, που θα μάθαινε να κάνει γεμιστές σπλήνες από τον ίδιο τον Σταύρο Γαϊτάνη. Η ταβέρνα όμως έκλεισε και η Φλώρινα έγινε φτωχότερη.

Δημήτρης Μεκάσης