γράφει ο Δημήτρης Μεκάσης

Ένας άτυπος σύλλογος διαφορετικός από τους άλλους. Ιδρύθηκε από κάποιους ξενύχτηδες της Παρασκευής, καθώς όλη την εβδομάδα εργάζονταν και το βράδυ της Παρασκευής γυρόφερναν στις καφετέριες και στις ταβέρνες, απολαμβάνοντας την νύχτα. Τους άρεζε η νύχτα, που η πόλη γαλήνευε, όταν όλοι οι άλλοι κοιμόνταν. Όμως οι ξενύχτηδες ήθελαν
να κάνουν κάτι το διαφορετικό. Και έκαναν ένα εικονοστάσι στην βρύση, στα Καβάκια. Τάχτηκαν όλοι να ανάβουν το κανδήλι και κεριά στο μανουάλι, κάθε Παρασκευή. Κάπως έτσι άρχισαν οι νυχτερινές συγκεντρώσεις των ξενύχτηδων στα Καβάκια, περίπου το 1990.



Ο σύλλογος είχε και σφραγίδα σε σχήμα ρόμβου και στην μέση μια νυχτερίδα με ανοιγμένα τα φτερά της.   Κάθε πλευρά του ρόμβου είχε και μια λέξη, που όλες μαζί συμπλήρωναν την επωνυμία: «Σύλλογος Εραστών Φλωρινιώτικης Νύχτας», και έτος ιδρύσεως 1950. Ο Σύλλογος όμως ιδρύθηκε το 1990, και όταν τους ρωτούσαν γιατί 1950 αντί 1990, αυτοί απαντούσαν αστειευόμενοι λέγοντας: «Από το 1950 ξενυχτάμε κάθε νύχτα της Παρασκευής προς το Σάββατο» .
Τα Καβάκια είναι μια παραποτάμια γειτονιά στην άνω άκρη της Φλώρινας. Κάποτε η γειτονιά αυτή ήταν γεμάτη εξοχικά καφενεία, ουζοπωλεία και ταβερνάκια, όπου διασκέδαζαν οι παλιοί Φλωρινιώτες. Τότε έσφυζε από ζωή. Μετά όλα έκλεισαν και  επικράτησε μια μονότονη ησυχία, η ίδια ησυχία κάθε νύχτα.
Ένα τέτοιο μέρος ήθελαν και οι ξενύχτηδες για να απολαύσουν την νύχτα. Δίπλα στο ποτάμι και ανάμεσα στις μονοκατοικίες με τις μεγάλες αυλές. Μερικά σκαλιά πέτρινα, που οδηγούν στο πλακόστρωτο δάπεδο, όπου υπάρχει η βρύση με τρεχούμενο γευστικό κρύο νερό. Μια βρύση που τρέχει ασταμάτητα  δίπλα στο εκκλησάκι και γύρω τα κάγκελα, που χωρίζουν την βρύση από το ποτάμι, και από την άλλη μεριά από τον δρόμο.

 Ώρα μία και τριάντα λεπτά μετά τα μεσάνυχτα της Παρασκευής, και τα πρώτα αυτοκίνητα έφταναν γεμάτα με εραστές της Φλωρινιώτικης νύχτας. Έρχονταν κατευθείαν από το αρτοποιείο με ένα και δυο ζεστά φραντζολάκια. Τα ψωμιά αυτά είχαν βγει από τον πρώτο φούρνο. 

Ο Θόδωρος Πέπης άνοιγε το ζεστό φραντζολάκι στην μέση κατά μήκος, και η τελετή άρχιζε.  
Δυο νέα μέλη του συλλόγου κρατούσαν το φραντζολάκι από τις άκρες. Ο Πέπης έριχνε μπούκοβο, δυόσμο και λάδι και όλοι μαζί οι εραστές τραγουδούσαν δυνατά το άσμα: «Μακεδονία ξακουστή του Αλεξάνδρου η χώρα…» και συνέχιζαν τραγουδώντας: «Πως το τρίβουν το πιπέρι…». Η τελετή είχε τελειώσει. Θόδωρος έκοβε με το χέρι του κομμάτια από το φραντζολάκι και τα μοίραζε στους πιστούς. Το μπούκοβο έκαιγε, αλλά το λάδι και ο δυόσμος έκαμαν πολύ γευστικό το φρέσκο και ζεστό ψωμί. Οι εραστές συζητούσαν μεταξύ τους και μερικοί πρόσφεραν κεράσματα, που τα αγόραζαν με δική τους πρωτοβουλία. Ήταν γλυκά και αρτοσκευάσματα. Καμιά φορά έφερναν και κανένα μπουκάλι ουίσκι, και άναβε η φασαρία, καθώς οι περισσότεροι εραστές προτιμούσαν το τοπικό μας τσίπουρο. Το μπούκοβο όμως έκαιγε και η μόνη λύση ήταν να γεμίζουν τα ποτηράκια από την βρύση για να σβήσουν το κάψιμο. Νερό ήθελαν όλοι από τα Καβάκια και δεν τους ένοιαζε τόσο, αν θα πιουν ουίσκι ή τσίπουρο. Όταν καλούσαν γυναίκες να συμμετέχουν στην τελετή, ήταν η τυχερή Παρασκευή. Οι γυναίκες πάντα ήθελαν να επιδείξουν τις ικανότητές τους στην μαγειρική, για να επαινεθούν από το πλήθος. Πάντα έφερναν καμιά πίτα, που την απολάμβαναν όλοι. Μετά άρχιζαν πάλι τις συζητήσεις και τέλος, αν έφερνε κανείς καμιά κιθάρα, άρχιζαν τα τραγούδια. Τα παλιά τραγούδια, που κάποτε αγάπησαν και τραγούδησαν οι Φλωρινιώτες. Τέλος, όλοι χαρούμενοι από μια τέτοια ωραία νυχτερινή εμπειρία έφευγαν σταδιακά. Η αγρυπνία είχε τελειώσει.  Τελευταίος έφευγε ο Θόδωρος Πέπης και οι εραστές, αφού προηγουμένως καθάριζαν τον χώρο.

Οι μόνιμοι εραστές ήταν: ο Θόδωρος Πέπης, ο Θωμάκης Κυριαζής, ο Βασίλης Κοΐδης, ο Λάζαρος Μέλλιος, ο Γιάννης Βούλτσης και μερικοί άλλοι. Αυτοί ήταν οι μόνιμοι εραστές. 

Οι περισσότεροι όμως ήταν οι ευκαιριακοί εραστές, αλλά και οι περίεργοι, καθώς και προσωπικότητες του πολιτικού, του πνευματικού, του καλλιτεχνικού και του αθλητικού χώρου που τύχαινε να βρίσκονται στη Φλώρινα. 
Ακόμη και οι ξενιτεμένοι Φλωρινιώτες που επισκέπτονταν την γενέτειρά τους, στα Καβάκια πήγαιναν για να συναντήσουν παλιούς φίλους και να ακούσουν ιστορίες από τα παλιά. 
Η φήμη αυτού του γεγονότος έχει φθάσει στις φλωρινιώτικες κοινότητες των υπερπόντιων χωρών. Αλλά και οι Φλωρινιώτες που ζουν και εργάζονται σε άλλες πόλεις, όταν επισκέπτονταν την Φλώρινα στα Καβάκια κατέληγαν την νύχτα της Παρασκευής για να συναντήσουν τους εραστές της φλωρινιώτικης νύχτας.

Οι εραστές της φλωρινιώτικης νύχτας, οι Καβακιώτες της νύχτας που όλο τον χρόνο πήγαιναν εκεί, αδιαφορούσαν για το κρύο και το χιόνι του χειμώνα. Πήγαιναν τις παγωμένες νύχτες για να ζεστάνουν με την παρουσία τους την φλωρινιώτικη νύχτα. Παρόντες ήταν αρκετοί εραστές, αλλά η αγρυπνία ήταν σύντομη. Τις άλλες εποχές όμως και ιδίως το καλοκαίρι οι εραστές τραγουδούσαν στην νύχτα τούς πιο ερωτικούς σκοπούς και τα πιο ωραία τραγούδια, και η νύχτα τους χάιδευε με το δροσερό αεράκι του ποταμού.   
 «Καβάκια», μια βρύση στο ποτάμι στην άνω άκρη της πόλης, τόπος συνάντησης των εραστών της φλωρινιώτικης νύχτας. Εκεί ήταν όλοι, κάθε Παρασκευή για να τιμήσουν τη νύχτα, τη φλωρινιώτικη ήρεμη νύχτα.
Οι Εραστές άρχισαν να συγκεντρώνονται στα Καβάκια, το 1989, με πρωτοβουλία του Θεόδωρου Πέπη. Συγκεντρώνονταν εκεί και με ζέστη και με κρύο, μέχρι το 2003.
Δημήτρης   Μεκάσης