γράφει ο Δημήτρης Μεκάσης

Οι παλιοί Φλωρινιώτες ήταν του πιοτού. Το ίδιο και οι Μοναστηριώτες πρόσφυγες. Έπιναν κρασί και τσίπουρο, από την δική τους παραγωγή, από τα αμπέλια τους, που ήταν στις πλαγιές των λόφων. Καλοί οικογενειάρχες, σοβαροί καταστηματάρχες, που ποτέ δεν έδιναν αφορμή για σχολιασμούς. ‘Οταν έπιναν όμως γινόταν «στουπιά» και άλλαζαν συμπεριφορά. Η κοινή γνώμη τους συγχωρούσε λέγοντας «μεθυσμένοι είναι…».  

Γιατί όμως έπιναν τόσο πολύ και μεθούσαν; Νομίζω ότι το κλίμα της Φλώρινας τους προέτρεπε να πίνουν και να μεθούν, καθώς ο χειμώνας είναι βαρύς και τα καλοκαίρια δροσερά.
Στα χρόνια της τουρκοκρατίας, οι μπεκρήδες ήταν πιο προσεκτικοί, επειδή οι τούρκοι ήταν μουσουλμάνοι και δεν συγχωρούσαν την απρεπή συμπεριφορά των μεθυσμένων, στους δρόμους. 
Μετά την απελευθέρωση του 1912 όμως, απελευθερώθηκαν και οι μπεκρήδες και γυρνούσαν στους δρόμους «σουρωμένοι» απολαμβάνοντας περιπάτους, και χωρίς να παρεξηγούνται από τους περαστικούς.  
Την περίοδο του Μεσοπολέμου, κάθε βράδυ, άλλοι λίγο και άλλοι πολύ, όλοι ήταν πιωμένοι. Στέκια για πιοτό υπήρχαν σε κάθε γωνία, από το πρωί μέχρι το βράδυ. Τα χάνια, τα μπακάλικα, τα καφενεία, τα κεμπαπτσήδικα, τα λαϊκά οινομαγειρεία της αγοράς, και το βράδυ οι ταβέρνες, πρόσφεραν άφθονο κρασί και τσίπουρο, στους «διψασμένους» μπεκρήδες. Μερικοί άρχιζαν να πίνουν, από το πρωί, και το μεσημέρι δεν μπορούσαν να βρουν το σπίτι τους. Το βράδυ πολλοί τρίκλιζαν και παραμιλούσαν στους δρόμους, άλλοι έβριζαν και άλλοι τραγουδούσαν. Άλλοι γινόταν επιθετικοί από την μέθη και άλλοι ευχάριστοι και ομιλητικοί.
Μια χαρακτηριστική σκηνή μεθυσμένων από μια  φτωχογειτονιά στην άκρη της πόλης,  μπορεί θα μας μεταφέρει στο κλίμα της εποχής εκείνης. Σε αυτή την γειτονιά, το βράδυ, οι γυναίκες και τα παιδιά κοιμόταν νωρίς. Αντίθετα, οι άνδρες έπιναν στα καφενεία μέχρι τελικής πτώσεως. Και όταν οι καφετζήδες έκλειναν, έβγαζαν τους μεθυσμένους, από το καφενείο με το ζόρι. Ένα κοπάδι μεθυσμένων τρικλίζοντας με κόπο έβρισκαν την γειτονιά τους, και όταν έμπαιναν στα στενά δρομάκια της απόμακρης γειτονιάς ξεσήκωναν όλους  με τις φωνές τους. Οι γυναίκες τους ξυπνούσαν και  έβγαιναν στις πόρτες για να τους συμμαζέψουν. Φωνές και φασαρίες και τραγούδια τα μεσάνυχτα. Τα παιδιά ξυπνούσαν και έκλαιγαν. Άλλοι έδερναν τις γυναίκες και τα παιδιά τους του άλλοι ήταν εύθυμοι και αστειευόταν και ήθελαν παρέα μέχρι το πρωί. Και όταν ο ύπνος έπιανε τους μεθύστακες,  η φτωχογειτονιά ηρεμούσε.  Τελευταίες κοιμόταν οι γυναίκες.  

Η φτωχογειτονιά, απομονωμένη από τις άλλες γειτονιές, κάθε βράδυ ζούσε στους δικούς της ρυθμούς. Το πρωί όμως όλα ήταν μια χαρά. Μια καινούργια μέρα. Σαν να μη συνέβη τίποτε την περασμένη νύχτα.
 Στο κέντρο της πόλης δεν ήταν καλύτερα.  Και εδώ οι αλκοολικοί και οι μεθυσμένοι ήταν πολλοί. Την παράσταση κάθε βράδυ την έκλεβαν δυο μπεκρήδες. Δυο νέοι άνδρες από το Μοναστήρι, γόνοι πλούσιων ελλήνων εμπόρων από το Μοναστήρι, που φοίτησαν στα καλύτερα ελληνικά σχολεία του Μοναστηρίου, και μιλούσαν την καθαρεύουσα και τα αρχαία ελληνικά, καλύτερα από έναν φιλόλογο. Κουτσαβάκηδες και οι δυο στο Μοναστήρι και μετά κατά την διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα, ήταν στην ελληνική ένοπλη ομάδα του Μοναστηρίου. Στην Φλώρινα εγκαταστάθηκαν μετά το 1912 και ζούσαν από τα εμβάσματα που τους έστελναν οι πλούσιοι γονείς τους. Αλκοολικοί και οι δυο, που όλη την ημέρα έπιναν και το βράδυ αναστάτωναν το κέντρο της πόλης με τα τραγούδια τους. Έμεναν σε μια σπηλιά πάνω από την οδό Αιμιλιανού, κοντά στον γκρεμό της Σειρήνας. Ο Δήμος Φλώρινας ανατίναξε την σπηλιά για να ησυχάσει η γειτονιά. Και οι δυο πέθαναν νέοι από το πολύ πιοτό. Ο ένας από τους δυο ήταν συντάκτης ιστορικών άρθρων, και συνεργαζόταν με τον τοπικό τύπο, αλλά και τις εφημερίδες της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας.

Και κατά την διάρκεια της γερμανικής Κατοχής έπιναν πολύ οι Φλωρινιώτες. Αν και τα τρόφιμα είχαν εκλείψει, αυτοί είχαν τα αμπέλια τους και το κρασί και το τσίπουρο δεν έλλειψε από κανένα σπίτι. Έπιναν όμως στα σπίτια τους, επειδή ο γερμανικός στρατός είχε απαγορεύσει την κυκλοφορία από το βράδυ και μέχρι το πρωί. Ένα περιστατικό όμως χαρακτηρίζει τον πόθο για ελευθερία, ακόμη και όταν το μυαλό είναι ζαλισμένο. Ένα μεσημέρι, ένας έμπορος είχε πιει αρκετά και ζαλισμένος έκανε την βόλτα του μέχρι την πλατεία. Εκεί συνάντησε έναν μπακάλη, που ήταν και αυτός ζαλισμένος και ξαφνικά και οι δυο γίνανε στρατηγοί. Χάραξαν στο χώμα ένα χάρτη και σχολίαζαν πως ο σοβιετικό στρατός νικά τους γερμανούς και θα φθάσει μέχρι την Γερμανία. Όπως ήταν σκυμμένοι και οι δυο και μελετούσαν τον χαραγμένο χάρτη, δεν αντιλήφθηκαν  πίσω τους την παρουσία του Όσβαλτ, του αυστριακού υπαξιωματικού, που γνώριζε ελληνικά. Ο Όσβαλτ, αφού άκουσε από τον έμπορο και τον μπακάλη για τις νίκες του σοβιετικού στρατού, χωρίς προειδοποίηση τους έδωσε από μια κλωτσιά και αυτοί έπεσαν μπρούμυτα στο χάρτη που είχαν σχεδιάσει. Ο έμπορος γύρισε να δει τι έγινε, και μεθυσμένος όπως ήταν κοίταξε τον Όσβαλτ και του είπε: «Η Ελλάς πίπτει, αλλά δεν υποκύπτει». Ο Όσβαλτ  σαστισμένος έφυγε χωρίς να πει κουβέντα.

 Στην διάρκεια του ανταρτοπολέμου οι Φλωρινιώτες είχαν χάσει τον ύπνο τους. Επί δυο χρόνια το αντάρτικο πυροβολικό από την Βίγλα έριχνε οβίδες στις παρυφές της πόλης και στου λόφους όλη την νύχτα. Ανταπέδιδε το πυροβολικό του στρατού. Σφυρίγματα οβίδων και εκρήξεις έκαμναν τις γυναίκες κάθε βράδυ να προσεύχονται στο εικόνισμα και τους άνδρες να πίνουν στα καπηλειά.  Ζαλισμένοι πήγαιναν για ύπνο αδιαφορώντας για τα κανόνια. Έτσι πέρασε η περίοδος του εμφυλίου πολέμου, με πολύ κρασί και άφθονο τσίπουρο.

Στην δεκαετία του 1950 οι Φλωρινιώτες άρχισαν να σοβαρεύονται και να πίνουν λιγότερο. Οι μπεκρήδες άρχισαν να λιγοστεύουν. Έπιναν πια με μέτρο. Αρκετοί όμως ήταν αυτοί που παρεκτρέπονταν, αλλά πάντα μετά τα μεσάνυκτα. Σοβαρός έμπορος αφού περνούσε από αρκετά καπηλεία πίνοντας αχόρταγα, κατέληγε τα μεσάνυχτα  στην παραποτάμια ταβέρνα «Η παραλία», και χωρίς να παραγγείλει έφτανε το κανατάκι με τσίπουρο. Ήταν το τελευταίο κανατάκι της βραδιάς. Σηκωνόταν όρθιος και με ύφος ρήτορα έλεγε: «Πολλαί πέρδικαι πέτονται και πολλοί λαγοί νέμονται. Ταύτα ειμίν έγραφε ο δημοδιδάσκαλος μου, εκ χωρίου τάδε, της επαρχίας τάδε, του νομού τάδε …».  

Οι μπεκρήδες του κέντρου της Φλώρινας, όταν  μεθούσαν αρέσκονταν να ρητορεύουν και να μιλούν στην καθαρεύουσα. Ότι θυμόταν από τα καθαρευουσιάνικα σχολεία που είχαν φοιτήσει ερχόταν στο μυαλό τους με την μέθη. Σαν ένα αρχαίο  πνεύμα να έμπαινε μέσα τους, το πνεύμα του οίνου, το οινόπνευμα, και ξεφούρνιζαν, όλα όσα είχαν ξεχάσει όταν ήταν νηφάλιοι.   
Εκτός όμως από τους σοβαρούς καταστηματάρχες υπήρχαν και οι περιθωριακοί μπεκρήδες. Ένας από αυτούς ήταν ένα ρακένδυτος, που μεθούσε νωρίς το πρωί και όλη την ημέρα ήταν μεθυσμένος. Τα παιδιά τον πείραζαν φωνάζοντας: «Να φύγουν οι βλάχοι», φράση που τον εκνεύριζε αφάνταστα. 

Τα παιδιά κρυβόταν και αυτός άρχιζε τις βρισιές προς όλους τους περαστικούς. Βρωμόστομα στην κυριολεξία. Χυδαίος. Όλοι άλλαζαν δρόμο για να μη τον ακούν. Στο τέλος μετάνιωνε και ο ίδιος και έλεγε χαμηλόφωνα: «Να φύγουν οι βλάχοι, και που να πάνε;» και έπαιρνε τον δρόμο του για την επόμενη γωνία όπου τον περίμεναν άλλα παιδιά. Ένας άλλος ήσυχος κρεοπώλης είχε κανονίσει κάθε Σαββατόβραδο να γίνεται «στουπί». Είχε χάσει πολλούς δικούς του στον πόλεμο και ο πόνος τον έτρωγε. Έπινε μέχρι το σούρουπο και μετά σαν «σούστα» προσπαθούσε να βρει τον δρόμο για το σπίτι του. Έμενε από την άλλη μεριά του ποταμού και έπρεπε να περάσει το στενό γεφυράκι. Δεν μπορούσε όμως να το περάσει, αφού γινόταν «φέσι». Είχε όμως καλή γυναίκα, που με μια ζακέτα στους ώμους της περίμενε υπομονετικά να βγει από το καφενείο και να περάσουν μαζί το γεφυράκι. Αυτό γινόταν κάθε Σάββατο το σούρουπο.

Αργότερα η νοοτροπία των Φλωρινιωτών άλλαξε, και μάλιστα οι περισσότεροι παράτησαν και τα αμπέλια τους. Θεωρούσαν ντροπή για όλη την οικογένεια να μεθά ο πατέρας. Το σχολείο, αλλά κυρίως η εκκλησία έκαναν μεγάλη προσπάθεια για να εκλείψει αυτή η κακή συνήθεια των Φλωρινιωτών. Σε μεγάλο βαθμό πέτυχαν τον σκοπό τους. Καλό το πιοτό, αλλά με μέτρο.
Δημήτρης Μεκάσης